κατῴκισαν

κατῴκισαν
κατοικίζω
settle
aor ind act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατώικισαν — κατῴκισαν , κατοικίζω settle aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοικίζω — (ΑΜ κατοικίζω) 1. στέλνω κάποιον να κατοικήσει κάπου («γυναῑκας εἰς φῶς ἡλίου κατῴκισας», Ευρ.) 2. ιδρύω αποικία σε μια χώρα, αποικίζω («ἁπάσας δὲ τὰς νήσους κατῴκισαν», Ισοκρ.) μσν. 1. (ενεργ. και μέσ.) μένω, διαμένω, κατοικώ 2. στρατοπεδεύω αρχ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”